ριπίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ριπίζω < αρχαία ελληνική ῥιπίζω < ῥιπίς

Ρήμα

ριπίζω

  1. πνέω
  2. (μεταφορικά) ερεθίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  3. (ιδιωματικό) (κεφαλονίτικο ιδίωμα) χύνω, αδειάζω, σκορπίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.