ριμαδόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ριμαδόρος οι ριμαδόροι
      γενική του ριμαδόρου των ριμαδόρων
    αιτιατική τον ριμαδόρο τους ριμαδόρους
     κλητική ριμαδόρε ριμαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ριμαδόρος < βενετική rimador [1]

Ουσιαστικό

ριμαδόρος αρσενικό

  • αυτός που φτιάχνει αυτοσχέδιες ρίμες

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.