ριζότο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ριζότο | ||
| γενική | του | ριζότου | ||
| αιτιατική | το | ριζότο | ||
| κλητική | ριζότο | |||
| Επίσης, άκλιτο. | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ριζότο με μπρόκολο
Ετυμολογία
- ριζότο < (άμεσο δάνειο) ιταλική risotto < riso < λατινική < ελληνιστική κοινή ὄρυζα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾiˈzo.to/
Ουσιαστικό
ριζότο ουδέτερο
- ριζόττο κατά την ιταλική ορθογραφία
- ρύζι
-
ριζότο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.