ρημοκλήσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρημοκλήσι | τα | ρημοκλήσια |
| γενική | του | ρημοκλησιού | των | ρημοκλησιών |
| αιτιατική | το | ρημοκλήσι | τα | ρημοκλήσια |
| κλητική | ρημοκλήσι | ρημοκλήσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρημοκλήσι < ερημοκλήσι, με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾi.moˈkli.si/
Μεταφράσεις
ρημοκλήσι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.