ρημοκκλήσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρημοκκλήσι τα ρημοκκλήσια
      γενική του ρημοκκλησιού των ρημοκκλησιών
    αιτιατική το ρημοκκλήσι τα ρημοκκλήσια
     κλητική ρημοκκλήσι ρημοκκλήσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρημοκκλήσι < ερημοκκλήσι

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾi.moˈkli.si/

Ουσιαστικό

ρημοκκλήσι[1] ουδέτερο

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ερημοκκλήσι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.