ραλίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραλίστας οι ραλίστες
      γενική του ραλίστα των ραλιστών
    αιτιατική τον ραλίστα τους ραλίστες
     κλητική ραλίστα ραλίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραλίστας < ράλι + -ίστας

Ουσιαστικό

ραλίστας αρσενικό, θηλυκό ραλίστρια

  • (αθλητισμός, επάγγελμα) οδηγός αυτοκινήτου που τρέχει σε αγώνες ταχύτητας (ράλι)

  • ραλλίστας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.