ραδιοπηγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραδιοπηγή οι ραδιοπηγές
      γενική της ραδιοπηγής των ραδιοπηγών
    αιτιατική τη ραδιοπηγή τις ραδιοπηγές
     κλητική ραδιοπηγή ραδιοπηγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραδιοπηγή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ραδιοπηγή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.