πῆχυς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πηχῠ- πηχε-
ονομαστική πῆχῠς οἱ πήχεις
      γενική τοῦ πήχεως τῶν πήχεων
      δοτική τῷ πήχει τοῖς πήχεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πῆχῠν τοὺς πήχεις
     κλητική ! πῆχῠ πήχεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πήχει
γεν-δοτ τοῖν  πηχέοιν
Και γενική ενικού πήχεος.
Μεταγενέστερη γενική πληθυντικού πηχῶν.
3η κλίση, Κατηγορία 'πρέσβυς' όπως «πρέσβυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πῆχυς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πῆχυς αρσενικό

  • (ανατομία) το αντιβράχιο
  • (μονάδα μέτρησης) μήκος από την άκρη του αγκώνα έως την άκρη του δάχτυλου (πήχυς)

  • αιολικός τύπος: πᾶχυς

Συγγενικά

  • πηχυαῖος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.