ναυτάθλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ναυτάθλημα | τα | ναυταθλήματα |
| γενική | του | ναυταθλήματος | των | ναυταθλημάτων |
| αιτιατική | το | ναυτάθλημα | τα | ναυταθλήματα |
| κλητική | ναυτάθλημα | ναυταθλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ναυτάθλημα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): οποιοδήποτε άθλημα ναυτικού ενδιαφέροντος ή που πραγματοποιείται σε θάλασσα, λίμνη, ποταμό ή δεξαμενή
Μεταφράσεις
ναυτάθλημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.