πόκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόκα οι πόκες
      γενική της πόκας των (ποκών)
    αιτιατική την πόκα τις πόκες
     κλητική πόκα πόκες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πόκα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πόκα θηλυκό

  • Άλλη ονομασία για το πόκερ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.