πυρπολήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πυρπολήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυρπολώ
  2. θα πυρπολήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυρπολώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πυρπολήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πυρπόληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.