πυριτιδοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυριτιδοποιία οι πυριτιδοποιίες
      γενική της πυριτιδοποιίας των πυριτιδοποιιών
    αιτιατική την πυριτιδοποιία τις πυριτιδοποιίες
     κλητική πυριτιδοποιία πυριτιδοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυριτιδοποιία < πυρίτιδ(α) + -ο- + -ποιία

Ουσιαστικό

πυριτιδοποιία θηλυκό

  1. η παρασκευή πυρίτιδας
  2. μονάδα παραγωγής πυρίτιδας και γενικότερα πυρομαχικών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.