πυκνότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυκνότης αἱ πυκνότητες
      γενική τῆς πυκνότητος τῶν πυκνοτήτων
      δοτική τῇ πυκνότητ ταῖς πυκνότησ(ν)
    αιτιατική τὴν πυκνότητ τὰς πυκνότητᾰς
     κλητική ! πυκνότης πυκνότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυκνότητε
γεν-δοτ τοῖν  πυκνοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυκνότης < πυκνό(ς) + -της

Ουσιαστικό

πυκνότης, -ητος θηλυκό

  1. πυκνότητα, στερεότητα
  2. συχνότητα
  3. (μεταφορικά) ευφυία, πανουργία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.