πρόστιμον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πρόστιμον τὰ πρόστιμ
      γενική τοῦ προστίμου τῶν προστίμων
      δοτική τῷ προστίμ τοῖς προστίμοις
    αιτιατική τὸ πρόστιμον τὰ πρόστιμ
     κλητική ! πρόστιμον πρόστιμ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προστίμω
γεν-δοτ τοῖν  προστίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόστιμον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρόστιμον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.