πρόστιμον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πρόστιμον | τὰ | πρόστιμᾰ |
| γενική | τοῦ | προστίμου | τῶν | προστίμων |
| δοτική | τῷ | προστίμῳ | τοῖς | προστίμοις |
| αιτιατική | τὸ | πρόστιμον | τὰ | πρόστιμᾰ |
| κλητική ὦ! | πρόστιμον | πρόστιμᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προστίμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προστίμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόστιμον < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- πρόστιμον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.