πρόκα τελλομένου ἔτεος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πρόκα τελλομένου ἔτεος: πρόκα (αμέσως), τελλομένου, γενική ενικού ουδέτερου της μετοχής τελλόμενος του τέλλω στη σημασία: ολοκληρώνω & ἔτεος, γενική ενικού του ἔτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; χαρακτηρισμός σύνταξης
Έκφραση
πρόκα τελλομένου ἔτεος
- μόλις ολοκληρωθεί το έτος
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 1.688, @scaife.perseus
- καὶ πρόκα τελλομένου ἔτεος στάχυν ἀμήσονται;
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 1.688, @scaife.perseus
Πηγές
- τέλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.