τέλλω
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | τέλλω | τέλλομαι |
| Παρατατικός | ἔτελλον | ἐτελλόμην |
| Μέλλοντας | τελῶ | τελοῦμαι |
| Αόριστος | ἔτειλα | ἐτειλάμην |
| Παρακείμενος | τέταλκα | τέταλμαι |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία 1
- τέλλω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
τέλλω, μεσοπαθητική φωνή: τέλλομαι
- εγείρω, σηκώνω
- κάνω κάτι να εγερθεί, να σηκωθεί
- φέρω εις τέλος, φέρω εις πέρας, αποπερατώνω, εκτελώ
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 70 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (2.68-2.70)
- ὅσοι δ᾽ ἐτόλμασαν ἐστρίς | ἑκατέρωθι μείναντες ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν | ψυχάν, ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν:
- Κι όσοι μπόρεσαν για τρεις φορές | να μείνουν στον έναν και στον άλλον κόσμο κρατώντας | την ψυχή τους μακριά από κάθε κακό, του Διός τον δρόμο ακολουθούν και φτάνουν στον Πύργο του Κρόνου.
- Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ὅσοι δ᾽ ἐτόλμασαν ἐστρίς | ἑκατέρωθι μείναντες ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν | ψυχάν, ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν:
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 70 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (2.68-2.70)
- (στην παθητική φωνή) εγείρομαι, εμφανίζομαι, ανατέλλω
- συμπληρώνω, ολοκληρώνω, εκπληρώνω
- (παθητική φωνή, για αστέρια) ανατέλλω
Εκφράσεις
Σύνθετα
- ἀνατέλλω
- διεκτέλλω
- ἐξανατέλλω
- ἐντέλλω
- ἐπανατέλλω
- ἐπαντέλλω
- ἐπεντέλλω
- ἐπιτέλλω
- παρανατέλλω
- παραντέλλω
- προανατέλλω
- προσανατέλλω
- προσαντέλλω
- συνανατέλλω
- συνεπιτέλλω
- ὑπανατέλλω
- ὑπερτέλλω
δείτε και τα παράγωγά τους, όπως ἐντολή, ἔνταλμα, ἀνατολή
Ετυμολογία 2
- τέλλω < → λείπει η ετυμολογία
Εκφράσεις
Σύνθετα
- συντέλλω
Πηγές
- τέλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.