πρόδηλα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
πρόδηλα
<
πρόδηλος
Επίρρημα
πρόδηλα
προφανώς
,
φανερά
,
ολοφάνερα
Μεταφράσεις
πρόδηλα
αγγλικά
:
explicitly
(en)
,
overtly
(en)
γαλλικά
:
explicitement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πρόδηλα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
πρόδηλο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.