πρωτεϊνοθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτεϊνοθεραπεία οι πρωτεϊνοθεραπείες
      γενική της πρωτεϊνοθεραπείας των πρωτεϊνοθεραπειών
    αιτιατική την πρωτεϊνοθεραπεία τις πρωτεϊνοθεραπείες
     κλητική πρωτεϊνοθεραπεία πρωτεϊνοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτεϊνοθεραπεία < πρωτεΐν(η) + -ο- + -θεραπεία

Ουσιαστικό

πρωτεϊνοθεραπεία θηλυκό

  • (ιατρική) θεραπεία με χρήση πρωτεϊνών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.