προσωποκρατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσωποκρατώ < προσωποκράτηση + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσωποκρατώ | προσωποκρατούσα | θα προσωποκρατώ | να προσωποκρατώ | προσωποκρατώντας | |
| β' ενικ. | προσωποκρατείς | προσωποκρατούσες | θα προσωποκρατείς | να προσωποκρατείς | (προσωποκράτει) | |
| γ' ενικ. | προσωποκρατεί | προσωποκρατούσε | θα προσωποκρατεί | να προσωποκρατεί | ||
| α' πληθ. | προσωποκρατούμε | προσωποκρατούσαμε | θα προσωποκρατούμε | να προσωποκρατούμε | ||
| β' πληθ. | προσωποκρατείτε | προσωποκρατούσατε | θα προσωποκρατείτε | να προσωποκρατείτε | προσωποκρατείτε | |
| γ' πληθ. | προσωποκρατούν(ε) | προσωποκρατούσαν(ε) | θα προσωποκρατούν(ε) | να προσωποκρατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσωποκράτησα | θα προσωποκρατήσω | να προσωποκρατήσω | προσωποκρατήσει | ||
| β' ενικ. | προσωποκράτησες | θα προσωποκρατήσεις | να προσωποκρατήσεις | προσωποκράτησε | ||
| γ' ενικ. | προσωποκράτησε | θα προσωποκρατήσει | να προσωποκρατήσει | |||
| α' πληθ. | προσωποκρατήσαμε | θα προσωποκρατήσουμε | να προσωποκρατήσουμε | |||
| β' πληθ. | προσωποκρατήσατε | θα προσωποκρατήσετε | να προσωποκρατήσετε | προσωποκρατήστε | ||
| γ' πληθ. | προσωποκράτησαν προσωποκρατήσαν(ε) |
θα προσωποκρατήσουν(ε) | να προσωποκρατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσωποκρατήσει | είχα προσωποκρατήσει | θα έχω προσωποκρατήσει | να έχω προσωποκρατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσωποκρατήσει | είχες προσωποκρατήσει | θα έχεις προσωποκρατήσει | να έχεις προσωποκρατήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσωποκρατήσει | είχε προσωποκρατήσει | θα έχει προσωποκρατήσει | να έχει προσωποκρατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσωποκρατήσει | είχαμε προσωποκρατήσει | θα έχουμε προσωποκρατήσει | να έχουμε προσωποκρατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσωποκρατήσει | είχατε προσωποκρατήσει | θα έχετε προσωποκρατήσει | να έχετε προσωποκρατήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσωποκρατήσει | είχαν προσωποκρατήσει | θα έχουν προσωποκρατήσει | να έχουν προσωποκρατήσει |
| |
Μεταφράσεις
- προσωποκρατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.