προσωποκρατώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσωποκρατώ < προσωποκράτηση + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Ρήμα

προσωποκρατώ (παθητική φωνή: προσωποκρατούμαι)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.