προσωποκρατούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσωποκρατούμαι | προσωποκρατούμουν | θα προσωποκρατούμαι | να προσωποκρατούμαι | ||
| β' ενικ. | προσωποκρατείσαι | προσωποκρατούσουν | θα προσωποκρατείσαι | να προσωποκρατείσαι | ||
| γ' ενικ. | προσωποκρατείται | προσωποκρατούνταν | θα προσωποκρατείται | να προσωποκρατείται | ||
| α' πληθ. | προσωποκρατούμαστε | προσωποκρατούμασταν προσωποκρατούμαστε |
θα προσωποκρατούμαστε | να προσωποκρατούμαστε | ||
| β' πληθ. | προσωποκρατείστε | προσωποκρατούσασταν προσωποκρατούσαστε |
θα προσωποκρατείστε | να προσωποκρατείστε | προσωποκρατείστε | |
| γ' πληθ. | προσωποκρατούνται | προσωποκρατούνταν | θα προσωποκρατούνται | να προσωποκρατούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσωποκρατήθηκα | θα προσωποκρατηθώ | να προσωποκρατηθώ | προσωποκρατηθεί | ||
| β' ενικ. | προσωποκρατήθηκες | θα προσωποκρατηθείς | να προσωποκρατηθείς | προσωποκρατήσου | ||
| γ' ενικ. | προσωποκρατήθηκε | θα προσωποκρατηθεί | να προσωποκρατηθεί | |||
| α' πληθ. | προσωποκρατηθήκαμε | θα προσωποκρατηθούμε | να προσωποκρατηθούμε | |||
| β' πληθ. | προσωποκρατηθήκατε | θα προσωποκρατηθείτε | να προσωποκρατηθείτε | προσωποκρατηθείτε | ||
| γ' πληθ. | προσωποκρατήθηκαν προσωποκρατηθήκαν(ε) |
θα προσωποκρατηθούν(ε) | να προσωποκρατηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προσωποκρατηθεί | είχα προσωποκρατηθεί | θα έχω προσωποκρατηθεί | να έχω προσωποκρατηθεί | προσωποκρατημένος | |
| β' ενικ. | έχεις προσωποκρατηθεί | είχες προσωποκρατηθεί | θα έχεις προσωποκρατηθεί | να έχεις προσωποκρατηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προσωποκρατηθεί | είχε προσωποκρατηθεί | θα έχει προσωποκρατηθεί | να έχει προσωποκρατηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσωποκρατηθεί | είχαμε προσωποκρατηθεί | θα έχουμε προσωποκρατηθεί | να έχουμε προσωποκρατηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προσωποκρατηθεί | είχατε προσωποκρατηθεί | θα έχετε προσωποκρατηθεί | να έχετε προσωποκρατηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσωποκρατηθεί | είχαν προσωποκρατηθεί | θα έχουν προσωποκρατηθεί | να έχουν προσωποκρατηθεί | ||
Μεταφράσεις
προσωποκρατούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.