προσωπιδοφορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωπιδοφορία οι προσωπιδοφορίες
      γενική της προσωπιδοφορίας των προσωπιδοφοριών
    αιτιατική την προσωπιδοφορία τις προσωπιδοφορίες
     κλητική προσωπιδοφορία προσωπιδοφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσωπιδοφορία < προσωπιδοφόρος + -ία

Ουσιαστικό

προσωπιδοφορία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.