προστυχόπραμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προστυχόπραμα τα προστυχοπράματα
      γενική του προστυχοπράματος των προστυχοπραμάτων
    αιτιατική το προστυχόπραμα τα προστυχοπράματα
     κλητική προστυχόπραμα προστυχοπράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προστυχόπραμα < πρόστυχος + -ο- + πράμα

Ουσιαστικό

προστυχόπραμα ουδέτερο

  1. (προφορικό) πρόστυχος
  2. (προφορικό, μεταφορικά) πράγμα ή εμπόρευμα κατώτερης ποιότητας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.