προκαταρκτικές εξετάσεις

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι προκαταρκτικές εξετάσεις
      γενική των προκαταρκτικών εξετάσεων
    αιτιατική τις προκαταρκτικές εξετάσεις
     κλητική προκαταρκτικές εξετάσεις
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προκαταρκτικές εξετάσεις <  δείτε τις λέξεις προκαταρκτικές και εξετάσεις

Πολυλεκτικός όρος

προκαταρκτικές εξετάσεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό (συντομογραφία: ΠΚΕ)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.