προγούλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προγούλι | τα | προγούλια |
| γενική | του | προγουλιού | των | προγουλιών |
| αιτιατική | το | προγούλι | τα | προγούλια |
| κλητική | προγούλι | προγούλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
προγούλι
|
→ δείτε τη λέξη διπλοσάγονο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.