προαπαιτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προαπαιτώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προαπαιτῶ,[1] συνηρημένος τύπος του προαπαιτέω. Συγχρονικά αναλύεται σε προ- + απαιτώ.

Προφορά

ΔΦΑ : /pro.a.peˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προαπαιτώ

Ρήμα

προαπαιτώ, αόρ.: προαπαίτησα, παθ.φωνή: προαπαιτούμαι, μτχ.π.ε.: προαπαιτούμενος, π.αόρ.: προαπαιτήθηκα

  1. (λόγιο) θέτω ως όρο εκ των προτέρων, θέτω προϋπόθεση
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις απαιτώ και αξιώνω
  2. (ως απρόσωπο) → δείτε τη λέξη προαπαιτείται

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις προ, απαιτώ, από, αιτώ και αιτία

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.