προαναλίσκω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προαναλίσκω < πρό + ἀναλίσκω

Ρήμα

προαναλίσκω

  1. δαπανώ προηγουμένως, τρόπον τινά προκαταβάλλω, ξοδεύω πρότερον, επενδύω
    εἰσὶ δέ τινες οἱ προαναλίσκοντες οὐ μόνου τούτου ἕνεκα ἀλλ᾽ ἵνα ἄρχειν ὑφ᾽ ὑμῶν ἀξιωθέντες διπλάσια κομίσωνται. : μερικοί ξοδεύουν προκαταβολικά όχι μόνον για τον λόγο αυτό, αλλά και για να βγάλουν τα διπλά όταν από εσάς αξιωθούν να κυβερνήσουν (Λυσίας, Υπέρ των Αριστοφάνους χρημάτων προς το δημόσιον, 57)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.