πριμοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾi.mo.ðoˈto/
Ρήμα
πριμοδοτώ
- ανταμοίβω την παροχή επαρκούς παραγωγικής εργασίας
- επιδοτώ (κυρίως γεωργικά προϊόντα)
- το κράτος θα πριμοδοτήσει τα σιτηρά
- (μεταφορικά) ευνοώ κάποιον με συγκεκριμένο τρόπο
- οι υπάλληλοι που θα συμμετέχουν στο σεμινάριο θα πριμοδοτηθούν με μόρια
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.