σύγκρινε
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
σύγκρινε
β' πρόσωπο ενικού στην προστακτική ενεργητικού ενεστώτα/αορίστου του ρήματος
συγκρίνω
→
δείτε
τις
λέξεις
,
cf.
,
παράβαλε
και
πρβ.
γ' πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού παρατατικού/αορίστου του ρήματος
συγκρίνω
→
δείτε
τη
λέξη
συνέκρινε
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.