πρασάγγουρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρασάγγουρας οι πρασάγγουρες
      γενική του πρασάγγουρα των πρασαγγούρων
    αιτιατική τον πρασάγγουρα τους πρασάγγουρες
     κλητική πρασάγγουρα πρασάγγουρες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρασάγγουρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρασάγγουρας αρσενικό

  1. (ζωολογία) γεοσκώληκας που δημιουργεί μεγάλες καταστροφές στις ρίζες των κηπευτικών
     δείτε τη λέξη προσαγγουρίς
  2. (ιδιωματικό) επικριτικός χαρακτηρισμός αγρότη που τον βρίσκει η νύκτα στα χωράφια, ή προκαλεί με την υπόγεια συμπεριφορά του προβλήματα στη κοινωνία του χωριού (Νάκος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα

Συνώνυμα

  • περτσίκουρας
  • κρεμμυδοφάγος
  • κολοκυθοκόφτης

Μεταφράσεις

Πηγές

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.