πρασάγγουρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πρασάγγουρας | οι | πρασάγγουρες |
| γενική | του | πρασάγγουρα | των | πρασαγγούρων |
| αιτιατική | τον | πρασάγγουρα | τους | πρασάγγουρες |
| κλητική | πρασάγγουρα | πρασάγγουρες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρασάγγουρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πρασάγγουρας αρσενικό
- (ζωολογία) γεοσκώληκας που δημιουργεί μεγάλες καταστροφές στις ρίζες των κηπευτικών
- → δείτε τη λέξη προσαγγουρίς
- (ιδιωματικό) επικριτικός χαρακτηρισμός αγρότη που τον βρίσκει η νύκτα στα χωράφια, ή προκαλεί με την υπόγεια συμπεριφορά του προβλήματα στη κοινωνία του χωριού (Νάκος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Συνώνυμα
- περτσίκουρας
- κρεμμυδοφάγος
- κολοκυθοκόφτης
Μεταφράσεις
είδος σκουληκιού
|
|
Πηγές
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.