πουριτανή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πουριτανή οι πουριτανές
      γενική της πουριτανής των πουριτανών
    αιτιατική την πουριτανή τις πουριτανές
     κλητική πουριτανή πουριτανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πουριτανή < πουριτανός +

Ουσιαστικό

πουριτανή θηλυκό

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

πουριτανή

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.