πουράκλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πουράκλα | οι | πουράκλες |
| γενική | της | πουράκλας | — | |
| αιτιατική | την | πουράκλα | τις | πουράκλες |
| κλητική | πουράκλα | πουράκλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πουράκλα < πούρ(ο) + μεγεθυντικό επίθημα -άκλα ή πουρ(ό) + μεγεθυντικό επίθημα -άκλα
Ουσιαστικό
πουράκλα θηλυκό
- μεγάλο πούρο (κυριολεκτικά ή ειρωνικά)
- άναψε την πουράκλα και την άραξε στην πολυθρόνα
- (επιτατικά) πουρό
- κάνει παρέα με κάτι πουράκλες, αμάν Παναγία μου...
Μεταφράσεις
πουράκλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.