πουράκλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πουράκλα οι πουράκλες
      γενική της πουράκλας
    αιτιατική την πουράκλα τις πουράκλες
     κλητική πουράκλα πουράκλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πουράκλα < πούρ(ο) + μεγεθυντικό επίθημα -άκλα ή πουρ(ό) + μεγεθυντικό επίθημα -άκλα

Ουσιαστικό

πουράκλα θηλυκό

  1. μεγάλο πούρο (κυριολεκτικά ή ειρωνικά)
    άναψε την πουράκλα και την άραξε στην πολυθρόνα
  2. (επιτατικά) πουρό
    κάνει παρέα με κάτι πουράκλες, αμάν Παναγία μου...

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.