ὑποκάμισον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ὑποκάμισον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὑποκάμισον < ὑπο- + κάμισον < ελληνιστική κοινή καμίσιον < λατινική camisia [1]
Ουσιαστικό
ὑποκάμισον ουδέτερο
- ἀποκάμισον
- κάμισον
- καμίνσιον
- καμίσινον
- πικάμισο
- ποκάμισον
- ελληνιστική κοινή: καμίσιον
Συγγενικά
- ὑποκαμισοβράκιον
- → δείτε τη λέξη κάμισον
- ἐπικάμισον
- (ελληνιστική κοινή) ὑποκαμίσιον
Αναφορές
- «πουκάμισο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- αποκάμισον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.