πολυμέρεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυμέρεια | οι | πολυμέρειες |
| γενική | της | πολυμέρειας | των | πολυμερειών |
| αιτιατική | την | πολυμέρεια | τις | πολυμέρειες |
| κλητική | πολυμέρεια | πολυμέρειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυμέρεια < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολυμέρεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.