πολυαιθυλένιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυαιθυλένιο τα πολυαιθυλένια
      γενική του πολυαιθυλενίου
& πολυαιθυλένιου
των πολυαιθυλενίων
    αιτιατική το πολυαιθυλένιο τα πολυαιθυλένια
     κλητική πολυαιθυλένιο πολυαιθυλένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σωλήνες πολυαιθυλενίου για ύδρευση και άρδευση.

Ετυμολογία

πολυαιθυλένιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πολυαιθυλένιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.