πολιτάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολιτάρχης οι πολιτάρχες
      γενική του πολιτάρχη των πολιταρχών
    αιτιατική τον πολιτάρχη τους πολιτάρχες
     κλητική πολιτάρχη πολιτάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολιτάρχης < πολιτών + -άρχης

Ουσιαστικό

πολιτάρχης αρσενικό

  • αρχηγικό αξίωμα του παρελθόντος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.