πολεοδομώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
πολεοδομώ
< από το ουσιαστικό
πολεοδόμος
Ρήμα
πολεοδομώ
οργανώνω συστηματικά τον
ιστό
και τις
υποδομές
μίας
πόλης
ή ενός
οικισμού
Συγγενικά
πολεοδόμηση
πολεοδομία
πολεοδομικός
πολεοδόμος
πολεοδομούμαι
Μεταφράσεις
πολεοδομώ
γαλλικά
:
urbaniser
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.