πολεμάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πολεμάρχης | οι | πολεμάρχες |
| γενική | του | πολεμάρχη | των | πολεμαρχών |
| αιτιατική | τον | πολεμάρχη | τους | πολεμάρχες |
| κλητική | πολεμάρχη | πολεμάρχες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.