ποάνθρακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ποάνθρακας | οι | ποάνθρακες |
| γενική | του | ποάνθρακα | των | ποανθράκων |
| αιτιατική | τον | ποάνθρακα | τους | ποάνθρακες |
| κλητική | ποάνθρακα | ποάνθρακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ποάνθρακας
|
→ δείτε τη λέξη τύρφη |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.