πληροφόρησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πληροφόρησῐς αἱ πληροφορήσεις
      γενική τῆς πληροφορήσεως τῶν πληροφορήσεων
      δοτική τῇ πληροφορήσει ταῖς πληροφορήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πληροφόρησῐν τὰς πληροφορήσεις
     κλητική ! πληροφόρησῐ πληροφορήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πληροφορήσει
γεν-δοτ τοῖν  πληροφορησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πληροφόρησις < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πληροφόρηση (με διαφορετική σημασία)

Ουσιαστικό

πληροφόρησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.