πληροφόρησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πληροφόρησῐς | αἱ | πληροφορήσεις | ||||
| γενική | τῆς | πληροφορήσεως | τῶν | πληροφορήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | πληροφορήσει | ταῖς | πληροφορήσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | πληροφόρησῐν | τὰς | πληροφορήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | πληροφόρησῐ | πληροφορήσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πληροφορήσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πληροφορησέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πληροφόρησις < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πληροφόρηση (με διαφορετική σημασία)
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- πληροφόρησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.