πλημύρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλημύρα οι πλημύρες
      γενική της πλημύρας των πλημυρών
    αιτιατική την πλημύρα τις πλημύρες
     κλητική πλημύρα πλημύρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλημύρα < ελληνιστική κοινή πλήμυρα[1]. Η γραφή με δύο μ των ομόρριζων αρχαιοελληνικών λέξεων απαντάται σε πολλούς κώδικες και δικαιολογείται ως προϊόν παρετυμολόγησης από το πλήν + μύρομαι (βλέπε Liddell-Scott στο λήμμα πλημυρίς. Το λεξικό Μπαμπινιώτη προτείνει την γραφή και των νεοελληνικών ομόρριζων λέξεων με ένα μ ως ετυμολογικά ορθή.

Ουσιαστικό

πλημύρα θηλυκό

Πηγές

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.