πλημμυρίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλημμυρίς αἱ πλημμύριδες
      γενική τῆς πλημμύριδος τῶν πλημμυρίδων
      δοτική τῇ πλημμύριδ ταῖς πλημμύρισ(ν)
    αιτιατική τὴν πλημμύριδ τὰς πλημμύριδᾰς
     κλητική ! πλημμυρίς πλημμύριδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλημμύριδε
γεν-δοτ τοῖν  πλημμυρίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλημμυρίς < αρχαία ελληνική πλημυρίς με παρετυμολογία: (πλήν) πλημ- + μύρομαι. Το σωστό, πλημυρίς < πλημύρω

Ουσιαστικό

πλημμυρίς, -ίδος θηλυκό

  • άλλη γραφή του πλημυρίς, συνήθως, σε κώδικες

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.