πλειότιμος

Νέα ελληνικά (el)

Επίθετο

πλειότιμος, -η, -ο

  1. (πληροφορική) τιμή που μπορεί να υποδιαιρεθεί σε περισσότερες τιμές, όπως μία συμβολοσειρά (string), ένα κλάσμα στον αριθμητή και παρονομαστή, κλπ
    Σύνθετα και πλειότιμα γνωρίσματα δεν μπορούν να παρασταθούν αυτούσια[1]
    Αντώνυμο: ατομικός

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Παύλος Εφραιμίδης, Λέκτορας, Σχεσιακό Μοντέλο Δεδομένων, σελ. 13, από Πανεπιστήμιο Θράκης. Προσπέλαση 2020-02-04
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.