πλατωνικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλατωνικά < πλατωνικός +

Επίρρημα

πλατωνικά

  1. με τον τρόπο ή υπό την επίδραση του Πλάτωνα
  2. χωρίς σαρκική επαφή, χωρίς σεξ, αγνά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πλατωνικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.