πλατωνικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
πλατωνικά
<
πλατωνικός
+
-ά
Επίρρημα
πλατωνικά
με τον
τρόπο
ή υπό την
επίδραση
του
Πλάτωνα
χωρίς
σαρκική
επαφή
,
χωρίς
σεξ
,
αγνά
Μεταφράσεις
πλατωνικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πλατωνικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
πλατωνικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.