πλήσμη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πλήσμη | αἱ | πλῆσμαι |
| γενική | τῆς | πλήσμης | τῶν | πλησμῶν |
| δοτική | τῇ | πλήσμῃ | ταῖς | πλήσμαις |
| αιτιατική | τὴν | πλήσμην | τὰς | πλήσμᾱς |
| κλητική ὦ! | πλήσμη | πλῆσμαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλήσμᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πλήσμαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πλήσμη, -ης θηλυκό
- πλημύρα
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἀπόσπασμα, 217 @perseus.tufts.edu, @archive.org
- ἐν πλήσμῃσι διιπετέος ποταμοῖο
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἀπόσπασμα, 217 @perseus.tufts.edu, @archive.org
Πηγές
- πλήσμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.