πλήρης κυριότητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλήρης κυριότητα < πλήρης + κυριότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pleine propriété)

Ουσιαστικό

πλήρης κυριότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.