πλάτωνις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλάτωνις οἱ πλατώνιδες
      γενική τοῦ πλατώνιδος τῶν πλατωνίδων
      δοτική τῷ πλατώνιδ τοῖς πλατώνισ(ν)
    αιτιατική τὸν πλάτωνιν τοὺς πλατώνιδᾰς
     κλητική ! πλάτωνι πλατώνιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλατώνιδε
γεν-δοτ τοῖν  πλατωνίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλάτωνις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πλάτωνις, -ιδος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.