πλακί
Νέα ελληνικά (el)

φασόλια 'πλακί
Ετυμολογία
- πλακί < τουρκική pilaki
Ουσιαστικό
πλακί ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) συνταγή μαγειρέματος στο φούρνο ή σε ρηχή κατσαρόλα, με μυρωδικά και υλικά όπως κρεμμύδι, σκόρδο, καρότο, πατάτα, τομάτα, χαρακτηριστική για ψάρια (ελληνική κουζίνα) / φασόλια (τουρκική κουζίνα)
Μεταφράσεις
πλακί
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.