πιτσιρικάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πιτσιρικάς | οι | πιτσιρικάδες |
| γενική | του | πιτσιρικά | των | πιτσιρικάδων |
| αιτιατική | τον | πιτσιρικά | τους | πιτσιρικάδες |
| κλητική | πιτσιρικά | πιτσιρικάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιτσιρικάς < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.