πιστά
Νέα ελληνικά (el)
Μεταφράσεις
με τρόπο πιστού
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πιστά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πιστό) του πιστός
Παρώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.