πινέλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πινέλι τα πινέλια
      γενική του πινελιού των πινελιών
    αιτιατική το πινέλι τα πινέλια
     κλητική πινέλι πινέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πινέλι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πινέλι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.